- οπαλίζω
- και οπαλλίζω [οπάλιος / οπάλλιος]εκπέμπω ιριδίζουσες μαρμαρυγές και λάμψεις, ανταύγειες σαν τού οπαλίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπαλίζω — βγάζω ανταύγειες, όπως το οπάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)